- θεοπρεσβευτής
- θεοπρεσβευτής, οῦ, ὁ one commissioned or empowered by God, an ambassador of God (cp. also IPhld 10:1) ISm 11:2 (θεοπρεσβύτης v.l., Lightfoot, Funk; s. πρεσβύτης).—DELG s.v. πρέσβυς.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.